λοφάδεια

λοφάδεια
λοφάδεια· . . αὐχήν, οἷον κατὰ τοῦ αὐχένος, ἢ χωρίον ὃ καλοῦσι Λίβυσσα, Hsch.:
A gloss on κατὰ λοφάδεια which is v.l. for καταλοφάδεια (q.v.) in Od.10.169.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λοφάδεια — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «...αὐχήν, οἷον κατὰ τοῡ αὐχένος, ἢ χωρίον ὃ καλοῡσι Λίβυσσα». [ΕΤΥΜΟΛ. < καταλοφάδεια*, κατ απόσπαση] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”